Ως λογιστικές αρχές ορίζονται οι κανόνες και οι οδηγίες που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία του λογιστικού συστήματος.
Οι πιο βασικές από αυτές είναι:
Η αρχή του ιστορικού κόστους ορίζει ότι το λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος των παραγωγικών συντελεστών της επιχείρησης, δηλαδή την τιμή στην οποία τους απέκτησε.
Αρχή της αντικειμενικότητας είναι μια λογιστική αρχή που ορίζει ότι κάθε λογιστική πληροφορία πρέπει να δίνει την πραγματική εικόνα της κατάστασης ή του γεγονότος στο οποίο αναφέρεται.
Η αρχή της συγκρισιμότητας ορίζει ότι ένας επενδυτής μπορεί να καθορίσει επακριβώς τις προτιμήσεις του μεταξύ όλων των εναλλακτικών ενδεχομένων.
Η λογιστική αρχή της αναγνώρισης των εσόδων ορίζει ότι τα έσοδα μίας επιχείρησης αναγνωρίζονται καθώς ένα προϊόν πωλείται ή μία υπηρεσία παρέχεται, ανεξαρτήτως του πότε πραγματικά εισπράττονται τα χρήματα.
Η αρχή της συσχέτισης εσόδων – εξόδων, μία από τις βασικές λογιστικές αρχές, ορίζει ότι τα έξοδα απαιτείται να αναγνωρίζονται στο ίδιο χρονικό διάστημα που πραγματοποιήθηκαν και τα έσοδα που οφείλονται σε αυτά. Έτσι συσχετίζονται τα έσοδα με τα έξοδα και προσδιορίζεται αν η επιχείρηση είχε κέρδος ή ζημιά από μια συναλλαγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ακολουθείται η αρχή της συσχέτισης εσόδων – εξόδων για λόγους συνέπειας.
Αρχή της αποκάλυψης ή αρχή της πλήρους γνωστοποίησης είναι η λογιστική αρχή που ορίζει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να πληροφορούν τους τρίτους για κάθε γεγονός ή κατάσταση του οποίου η συμβολή στη λήψη ορθολογικών αποφάσεων είναι καθοριστική. Υφίστανται πάντως μερικοί περιορισμοί για την προστασία της επιχείρησης.
Αυτή η βασική λογιστική αρχή θεωρεί τη λογιστική μονάδα ως ανεξάρτητη σε σχέση με τους φορείς της. Λογιστική Μονάδα είναι αυτή που έχει αυτοτελές σύστημα λογιστικών βιβλίων.
Αυτή η βασική λογιστική αρχή θεωρεί ότι η νομισματική μονάδα δεν δέχεται πληθωριστικές ή αντιπληθωριστικές πιέσεις αλλά η αξία της παραμένει σταθερή στη διάρκεια μίας λογιστικής χρήσης.
Με βάση αυτή τη βασική λογιστική αρχή η ζωή της επιχείρησης θα πρέπει να θεωρείται ότι εκκινεί από τη σύσταση αυτής και ότι τελειώνει με τη λύση και εκκαθάρισή της. Οποιοσδήποτε άλλος διαχωρισμός της διάρκειας ζωής της επιχείρησης είναι τεχνητός και αποσκοπεί στην λύση συγκεκριμένων λογιστικών προβλημάτων (βασική λογιστική αρχή της περιοδικότητας).
Με βάση αυτή τη βασική λογιστική αρχή η ζωή της επιχείρησης χωρίζεται σε ίσα χρονικά διαστήματα (λογιστική χρήση) με σκοπό τον ετήσιο υπολογισμό των αποτελεσμάτων της λογιστικής μονάδας και την κατάρτιση της χρηματοοικονομικής της κατάστασης.
Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις είναι συνοπτικές για να μπορεί ο τρίτος ενδιαφερόμενος εύκολα να καταλαβαίνει την Χρηματοοικονομική Κατάσταση της επιχείρησης. Συνεπώς οι πληροφορίες οι οποίες θα περιλαμβάνονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις θα πρέπει να είναι οι σημαντικότερες.
Η βασική λογιστική αρχή της συνέπειας των λογιστικών μεθόδων υποχρεώνει, κατά την κατάρτιση των λογιστικών καταστάσεων, την εφαρμογή των ίδιων μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν την προηγούμενη λογιστική χρήση, ώστε να μην αλλοιώνεται η διαχρονική χρηματοοικονομική εικόνα της λογιστικής μονάδας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως, εάν κριθεί απαραίτητο, δεν μπορεί η Λογιστική Μονάδα να αλλάξει τις χρησιμοποιούμενες στο παρελθόν μεθόδους. Θα πρέπει όμως η μεταβολή αυτή και οι συνέπειές της να εμφαίνονται μέσα στις οικονομικές καταστάσεις.