«Ο βίος ανθρώποις λογισμού κ’ αριθμού δείται πάνυ. Ζώμεν (δε) αριθμώ και λογισμώ. Ταύτα γαρ σώζει βροτούς» Επίχαρμος (5ος αι. π.Χ.)
Η αρχή της λογιστικής, της καταγραφής δηλαδή των δοσοληψιών με συστηματικό τρόπο, χάνεται στα βάθη της ιστορίας.
Η ανάγκη παρακολούθησης των συναλλαγών μεταξύ των ανθρώπων, οδήγησε από πολύ νωρίς στην εφαρμογή συστημάτων παρακολούθησης και ελέγχου αυτών. Η λογιστική, λοιπόν, από τα αρχαία ακόμη χρόνια, πορεύεται ανάλογα µε την εξέλιξη της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής του ανθρώπου, για να φτάσει στον σημερινό της χαρακτηρισμό ως η «γλώσσα του εμπορίου».
Ήδη από το 300 π.Χ., στην Αθήνα είχε ιδρυθεί ως θεσμός επιβλέψεως των οικονομικών του κράτους το συνέδριο των « λογιστών », οι οποίοι έλεγχαν τους λογαριασμούς των δημόσιων ταμείων. Η «Λογιστική », με την έννοια του όρου που έδιναν οι Αρχαίοι Έλληνες, ως κλάδος της Μαθηματικής επιστήμης χρησίμευε κυρίως στις καθημερινές συναλλαγές των ανθρώπων και στην συνέχεια εξελίχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του εμπορίου.
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχει ως τότε κάποιο γραπτό κείμενο που να αποδεικνύει την ύπαρξη της, θεωρείται πως η Λογιστική επιστήμη ξεκινά κατά τα χρόνια της Αναγέννησης στην Ιταλία. Συγκεκριμένα, το 1494 μ.Χ., ο μοναχός Luca di Borgo Pacioli, δημοσίευσε το έργο του “Summa de Arithmetica, Geometria, proportioni et proportionalita” (δηλαδή συλλογή αριθμητικής, γεωμετρίας, αναλογίας και αναλογικότητας), χάρη στο οποίο χαρακτηρίστηκε ως “πατέρας της Λογιστικής”. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του έργου του, ο Pacioli περιγράφει για πρώτη φορά το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα. Σύμφωνα με το αυτό, κάθε λογιστικό γεγονός καταγράφεται δισδιάστατα, µε ταυτόχρονη κίνηση δύο λογαριασμών, εκ των οποίων ένας χρεώνεται και ένας πιστώνεται.
Έπειτα από αυτήν την καινοτομία στον τομέα της λογιστικής, γίνονται άλλες σημαντικότατες εισηγήσεις που δίνουν μεγάλη ώθηση στην επιστήμη.
Ακολουθώντας λοιπόν μια συνεχώς εξελισσόμενη πορεία, η λογιστική, μετά το 1980, ανάγεται σε πραγματική επιστήμη. Η εποχή αυτή, όπου κυριαρχούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, οδήγησε την έρευνα της λογιστικής σε νέες αναζητήσεις, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας. Νέες τάσεις και κατευθύνσεις αρχίζουν να διαμορφώνονται, αφού η λογιστική δεν είναι πλέον ένα μέσο προοριζόμενο να καταγράφει τα οικονομικά γεγονότα και να αναλύει τα οικονομικά αποτελέσματα που αφορούν την επιχείρηση, αλλά αποτελεί ένα επιστημονικό μέσο που συμβάλλει στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Με την αλλαγή αυτή, επιχειρείται η ικανοποίηση των απαιτήσεων της σύγχρονης διοίκησης που προβλέπει από τη μια, η λογιστική να υπηρετεί τη διοίκηση και από την άλλη, η διοίκηση να ασκείται μέσω της λογιστικής. Έτσι, µε το ρόλο αυτό, η Σύγχρονη Λογιστική προσέλαβε επιστημονικό χαρακτήρα και έγινε ∆ιοικητική Επιστήμη.
Καθώς όμως μέχρι το έτος 1976 δεν υπήρχε περιορισμός ως προς την άσκηση του επαγγέλματος και ο καθένας μπορούσε να το ασκήσει είτε ήταν πτυχιούχος, είτε όχι, με το άρθρο 42 παρ.4 του Π.Δ.99/77 (Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων) τίθενται για πρώτη φορά περιορισμοί στην δυνατότητα υπογραφής των ισολογισμών από τους λογιστές. Μάλιστα, στην περίοδο 1990-1999, επιχειρείται μια ακόμα πιο συστηματική οργάνωση και κατοχύρωση του λογιστικού επαγγέλματος με σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις.
Επομένως, είναι φανερό πως το έργο των λογιστών σε µια επιχείρηση είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι χωρίς την καταγραφή των λογιστικών δεδομένων δεν υφίσταται µια επιχείρηση, ανεξάρτητα µε το μέγεθος και την ιδιότητά της. Γι’ αυτό και η Σύγχρονη Λογιστική, βασισμένη σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους και θεωρίες, αποτελεί μια αυτοτελή επιστήμη διοικητικής μορφής.